- εὐσχημονίζω
- εὐσχημον-ίζω,A train, educate, GDI1708.14 (Delph.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσχημονίζω — εὐσχημονίζω (Α) [ευσχήμων] καθιστώ κάποιον ευσχήμονα, εκπαιδεύω … Dictionary of Greek
ευσχημονισμός — εὐσχημονισμός, ὁ (Α) [ευσχημονίζω] η καλή ανατροφή, η καλή αγωγή … Dictionary of Greek